- διεξιππάζομαι
- διεξιππάζομαι (Α)βγαίνω έφιππος περνώντας ανάμεσα από κάτι ή κάποιους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεξιππασώμεθα — διεξιππάζομαι ride out through aor subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξιππάζοντο — διεξιππάζομαι ride out through imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)